Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

Λουκιανός Κηλαηδόνης

                               Λουκιανός Κηλαηδόνης

                                            Έφυγε, μα δεν ξεχάστηκε


                                            

                                                                15/7/1943 - 7/2/2017

    Ένα χρόνο μετά την απώλειά του, θυμόμαστε τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Λούκυ μας, που τραγούδησε για όλη την Ελλάδα κι ό,τι συνέβηκε σε αυτήν, από το 1970 και μέχρι τον θάνατό του, στις 2 Φεβρουαρίου του 2017. Πάντα σύγχρονος και διαχρονικός έκανε γενιές ολόκληρες να χορέψουν, να γελάσουν, να ονειρευτούν, ν' αναπολήσουν και τα τραγούδια του θα μείνουν, για πάντα, κοντά μας...
     Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, σύγχρονος Έλληνας τραγουδοποιός, συνθέτης αρχικά και στη συνέχεια στιχουργός κι ερμηνευτής, γεννήθηκε στην Αθήνα, στην Κυψέλη, στις 15 Ιουλίου του 1943 και σπούδασε στο Λεόντειο Λύκειο στον Άγιο Ελευθέριο, στα Πατήσια κι αργότερα Αρχιτεκτονική  στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Αθήνας, μα ποτέ δεν ασχολήθηκε επαγγελματικά. Παντρεύτηκε την Άννα Βαγενά κι απέκτησαν δύο κόρες. Απεβίωσε στις 7 Φεβρουαρίου του 2017, εξαιτίας καρδιακής ανεπάρκειας, σε ηλικία 73 ετών.
     Καλλιτεχνικά ξεκινά στις αρχές του '70, με μουσική για θεατρικές παραστάσεις και συνθέσεις για άλλους τραγουδιστές (Βίκη Μοσχολιού, Μανώλης Μητσιάς, Δήμητρα Γαλάνη...). Το 1973 κυκλοφορεί σε κόκκινο βινύλιο, με στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη και ερμηνεία από τον ίδιο τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, ο δίσκος "Μικροαστικά". Ένας δίσκος σταθμός στην καλλιτεχνική του πορεία, αλλά και για τα μουσικά πράγματα στην Ελλάδα, αφού πριν εκδοθεί κανονικά, κυκλοφορεί παράνομα στη διάρκεια της δικτατορίας και γίνεται σημείο αναφοράς για μια ολόκληρη γενιά.
    Από το 1978 μέχρι και το 1991 κυκλοφορεί πέντε απόλυτα προσωπικούς του δίσκους: "Είμαι Ένας Φτωχός Και Μόνος Καουμπόϊ", "Ψυχραιμία Παιδιά", "Χαμηλή Πτήση", "Τραγούδια Για Κακά Παιδιά", "Γιατί Να Γίνω Μαραγκός" και έναν με τραγούδια της δεκαετίας του '50 με τίτλο "Fifties Και Ξερό Ψωμί".
    Τραγούδησε για τα πάντα στην Ελλάδα, τις συνήθειες ("Έξι Πράγματα" 1986), τις σπουδές ("Επαγγελματικός Προσανατολισμός" 1979), τις παρέες ("Η Παρέα" 1979, "Οι Εντιμότατοι Φίλοι Μου" 1990), τους κινηματογράφους ("Τα Θερινά Τα Σινεμά" 1978), τη μουσική ("Στο Ρυθμό Της Disco"), τα κορίτσια ("Πάρτε Κανά Τηλέφωνο" 1986), το ποδόσφαιρο ("Αρχίζει Το Ματς" 1979), τη διασκέδαση ("Στη Βουλιαγμένη" 1978), τη βόλτα με μοτοσυκλέτα ("Χαμηλή Πτήση" 1982), τα όνειρα ("Αυτές Οι Καλύτερες Μέρες" 1986), τα περιττά ("Ένα Γουρούνι Λιγότερο" 1982), το άραγμα ("Θα Κάτσω Σπίτι" 1986), την επιμονή ("Κακάν Κακάν" 1986), τα ευχάριστα και τα άσχημα ("Ο Ύμνος Των Μαύρων Σκυλιών" 1986)...
     


     Το πάρτυ στη Βουλιαγμένη, στις 25 Ιουλίου του 1983, που ο Λούκυ γεύθηκε την απόλυτη αποδοχή από τον καλλιτεχνικό κόσμο, που ήταν όλοι εκεί (Διονύσης Σαββόπουλος, Βαγγέλης Γερμανός, Γιώργος Νταλάρας, Αφροδίτη Μάνου, Μαντώ, Μαργαρίτα Ζορμπαλά, η πιανίστρια Νέλλη Σεμιτέκολο, ο σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος...) μετά από πρόσκληση του Λουκιανού, αλλά και από το κοινό, αφού μαζεύτηκαν, σαν σε "προσκύνημα", σχεδόν 100.000 άνθρωποι όλων των ηλικιών, έγινε δίσκος την ίδια χρονιά και κινηματογραφήθηκε από τους Διαγόρα Χρονόπουλο και Ηρακλή Παπαδάκη.

     Ακολουθεί περιγραφή του πάρτυ της Βουλιαγμένης, από το: www.lifo.gr :
                                      
   " Τα νωχελικά καλοκαίρια των αρχών του '80, η Αθήνα δεν είχε πολλά να προσφέρει στο κομμάτι της ψυχαγωγίας. Έτσι ό,τι συνέβη τον Ιούλιο του 1983 είχε την αξία του μοναδικού και ίσως γι' αυτό έμελλε να μείνει στην ιστορία. Το πάρτι του Λουκιανού Κηλαϊδόνη στη Βουλιαγμένη έγινε το πρώτο καλοκαιρινό επίσημο ξεφάντωμα της σύγχρονης Αθήνας και σήμανε την αρχή για μια σειρά μεγάλων συναυλιών, έξω από τα όρια των γηπέδων της πόλης. Τυλιγμένο στην αθωότητα της πρώτης φοράς, φορτωμένο με τις εκπλήξεις μιας ειλικρινούς προσφοράς και οργανωμένο καλά -σε μια εποχή άπειρη από large scale συναυλίες- με νοικιασμένα από την τροχαία γουόκι τόκι. Ένα υπερεπιτυχημένο beach party, με ένα κοινό που παρ' όλα αυτά αγνοούσε ακόμη, κατά βάση, τον όρο.  Η επιτυχία της βραδιάς είχε αρχίσει να διαφαίνεται ήδη από τις προηγούμενες ημέρες. Τα 25.000 εισιτήρια είχαν εξαντληθεί και οι μαζικές αγορές τους έδειχναν ότι το κοινό που θα μαζευόταν θα ερχόταν σε παρέες ολόκληρες. Η πλαζ του ΕΟΤ, κλεισμένη από τον Ιανουάριο, ήταν έτοιμη να υποδεχθεί τον κόσμο, η πλωτή εξέδρα -μια φορτηγίδα φερμένη από τον ΟΛΠ- είχε εγκατασταθεί στα δύο μέτρα από την ακτή και η επικείμενη πανσέληνος θα έντυνε με την απαραίτητη ατμόσφαιρα την υπαίθρια συναυλία με τον περιγραφικό τίτλο «πάρτι στη Βουλιαγμένη».  Το απόγευμα της 25ης Ιουλίου, το πλήθος που από νωρίς μαζεύτηκε στην παραλία προοιώνιζε ένα σκηνικό άνευ προηγουμένου. Και όταν, μόλις έπεσε ο ήλιος, η πιανίστα Έλλη Σεμιτέκολου έβαλε τον κόσμο στο κλίμα με μουσική ragtime και διάθεση καλοκαιρινή, φάνηκε πως η γλυκιά εκείνη νύχτα στη μέση του καλοκαιριού είχε τα φόντα να γίνει ένα αξέχαστο βράδυ. «Δεν μάθαμε ποτέ πόσοι ακριβώς ήταν οι παραβρισκόμενοι», λέει ο Κηλαϊδόνης. Οι επίσημοι και ανεπίσημοι υπολογισμοί μιλάνε για πάνω από 100.000 άτομα, ενώ πολλοί δεν κατόρθωσαν να πάνε, γιατί κόλλησαν στο μποτιλιάρισμα που έφθανε κάποια στιγμή μέχρι την Αμαλίας, από τη Βουλιαγμένη. Δεν κόπηκαν πάντως άλλα εισιτήρια και με την κοινή συμφωνία αστυνομίας και διοργανωτών η είσοδος επιτράπηκε σε όλους. Το κρατικό ραδιόφωνο είχε συμφωνήσει για την αναμετάδοση της συναυλίας και ο Γιάννης Πετρίδης, που την παρουσίαζε, συμμετείχε στα διαλείμματα με αυθεντικά τραγούδια της δεκαετίας του '50, μουσική που ακουγόταν και στον συναυλιακό χώρο από τα ηχεία, ενισχύοντας την αίσθηση πως επρόκειτο για πάρτι. Ο Πέρι Κόμο, ο Έλβις και ο Πατ Μπουν γέμιζαν τα κενά ανάμεσα στα σχήματα, ενώ οι διάφοροι, μη ανακοινωμένοι από πριν, guests ξάφνιαζαν το ανυποψίαστο κοινό που παραληρούσε. Έτσι, βρέθηκαν μαζί ο Σαββόπουλος, η Ζορμπαλά, ο Γερμανός, ο Νταλάρας και η Αφροδίτη Μάνου, καταφθάνοντας διαδοχικά στην πλατφόρμα με κρις κραφτ από τον ΟΛΠ και τραγουδώντας για ένα κοινό που δε δίστασε να βουτήξει στο νερό, με μαγιό ή με τα ρούχα της δουλειάς, για να κολυμπήσει και να φθάσει στα πόδια των μουσικών, γλεντώντας το καλοκαίρι, το τραγούδι και τη χαρά της ζωής με τον πιο αυθόρμητο τρόπο.   Οι περισσότεροι απ' όσους παραβρέθηκαν στο πάρτι της Βουλιαγμένης έχουν να πουν για την πανηγυρική αίσθηση της βραδιάς και για στιγμιότυπα που θυμούνται ακόμα. Τα πυροτεχνήματα, τη μαντολινάτα μέσα στις βάρκες που έρχονταν από τα βαθιά, την είσοδο του Κηλαϊδόνη, αναπόφευκτα με το «πάμε μια βόλτα στη Βουλιαγμένη». Θυμούνται ακόμη την εκτόνωση, το γλέντι, την εντύπωση πως κάτι καινούργιο είχε συμβεί, απλά, ξαφνικά και χωρίς κανείς να το περιμένει. Στη Βουλιαγμένη εκείνο το βράδυ καταναλώθηκαν όλες οι μπύρες, τα αναψυκτικά και οι τυρόπιτες της περιοχής, ζευγάρια γνωρίστηκαν χορεύοντας, νέες παρέες σχηματίστηκαν και όλα κύλησαν ομαλά, χωρίς ούτε έναν σεκιούριτι, θεσμό άλλωστε άγνωστο τότε. Ο ήχος ήταν μάλλον κακός, καθώς τα μηχανήματα που χρησιμοποιήθηκαν δεν ήταν αρκετά ώστε να μπορούν να καλύψουν τέτοιο πλήθος κόσμου. Πολλοί μάλιστα είχαν μαζί τους τρανζίστορ συντονισμένα στο Β' πρόγραμμα και στην αναμετάδοση της συναυλίας, συμπληρώνοντας αδιαμαρτύρητα τα κενά και αδιαφορώντας ουσιαστικά για το τεχνικό κομμάτι, παρασυρμένοι από το γενικότερο κλίμα ευφορίας της νύχτας. Η οργάνωση λειτούργησε καλά, η προγραμματισμένη κινηματογράφηση από τους Διαγόρα Χρονόπουλο και Ηρακλή Παπαδάκη εκτελέστηκε άψογα κι επαγγελματικά κι αν στο τέλος της συναυλίας η Μαντώ ξεχάστηκε στην πλατφόρμα τραγουδώντας jazz κι αναγκάστηκε να ζητήσει βοήθεια από ένα σκάφος του λιμενικού για να επιστρέψει στην ξηρά, αυτό δεν πείραξε ούτε την ίδια, απλώς σημειώθηκε στα πρακτικά σαν ένα από τα ευτράπελα και διασκεδαστικά που χαρίζουν ακόμη χαμόγελα. Μετά το τέλος της συναυλίας, η παραλία παρέμεινε γεμάτη με κόσμο που προτίμησε να κοιμηθεί -ή να μην κοιμηθεί- εκεί περιμένοντας το πρώτο λεωφορείο. Οι 800 γεμάτοι κάδοι σκουπιδιών που συλλέχθηκαν ήταν μια επιπλέον επιβεβαίωση του αριθμού των θεατών, ενώ την επόμενη μέρα όλες οι εφημερίδες έγραφαν για το πάρτι στη Βουλιαγμένη στο πρωτοσέλιδο, χαρακτηρίζοντάς το οι περισσότερες «μοναδικό» και «ιδιαίτερα πετυχημένο». Κάποιοι, όπως ο Β.Φίλιας στην Ελευθεροτυπία, που έγραψε για ένα βράδυ πνιγμένο στα ναρκωτικά και για την αποθέωση του αμερικανικού τρόπου ζωής ή ο Ν. Ζαχόπουλος, που σχολίασε «έναν κάτωχρο Κηλαϊδόνη, που δεν είπε παρά τρία μόνο τραγούδια γαντζωμένος από μια κιθάρα», προφανώς είδαν ή άκουσαν κάτι διαφορετικό. Για όσους όμως θυμούνται ακόμη την πανσέληνο εκείνη πάνω από την αμμουδιά, για τους μουσικούς, τους θεατές, το κοινό που έζησε ή ονειρεύτηκε να είχε ζήσει τη βραδιά, το πάρτι στη Βουλιαγμένη ήταν το πιο επιτυχημένο πάρτι στο οποίο βρέθηκαν καλεσμένοι και η νύχτα της 25ης Ιουλίου ήταν η νύχτα που γεννήθηκε μια ελπίδα απροσδιόριστη, μια αισιοδοξία ειλικρινής και μια καλοκαιρινή γιορτή στην οποία πέρασαν όλοι τόσο μα τόσο ωραία.Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LIFO στις 13.6.2007.
                                                                                                                                        Πηγή: www.lifo.gr "

    Ο Λούκυ με το δικό του στυλ, με τα μακρυά μαλλιά και τ' ανοιχτόχρωμα παντελόνια, ένας νέος μέχρι τα εβδομήντα τρία του χρόνια, με μια ασταμάτητη έλξη προς το ποτό και το τσιγάρο, ως γνήσιος λάτρης της μουσικής και της ζωής, που δεν έπαιρνε προφυλάξεις για την υγεία του και σε πείσμα προς τις προειδοποιήσεις των γιατρών και των οικείων του, κράτησε τη μοναδική του προσωπικότητα και συνήθειες ως το τέλος.
     Προσωπικά, το 1991, μια πολύ σύντομη συνάντηση, στην κάθοδο της Λ. Μεσογείων, πάνω στη γέφυρα, στη διασταύρωση με τη Λ. Κατεχάκη, φτάνουμε μ' ένα φίλο (συγχωρεμένος πια) στο φανάρι, για να στρίψουμε αριστερά στην Κατεχάκη, με τις Harley μας και στο κόκκινο φανάρι σταματημένο ένα κόκκινο Ford Mustang με κόκκινο (αν θυμάμαι καλά) δερμάτινο σαλόνι. Και στο τιμόνι? Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης! Μόνο μια στιγμιαία ματιά κι ένα κλείσιμο του ενός ματιού ανταλλάξαμε. Το φανάρι πρασίνισε κι αυτό ήταν. Όμως είναι μια στιγμή που θυμάμαι πάντα κι ένα πρόσωπο καθαρό, μόρτικο, με το πουράκι του και χαμόγελο αληθινό. Μετά, ο καθένας στον προορισμό του...
    
     Επειδή ό,τι κι αν πούμε, όλοι οι υπόλοιποι, είναι μόνο ό,τι λίγο ξέρουμε ο καθένας, ακολουθεί συνέντευξη του ίδιου, όπως παρατίθεται απο το: www.cnn.gr

"“Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Νέα Κυψέλη επάνω στα βουνά.

Έτυχε στην γειτονιά που μεγάλωσα μια φίλη της μητέρας μου να είναι καθηγήτρια πιάνου. Στο σπίτι δεν υπήρχε προϊστορία μουσικών. Αυτή η φίλη της μητέρας μου - είχα και έναν αδερφό λίγο μεγαλύτερο από εμένα - είπε στείλε μου τα παιδιά να τα ξεκινήσω πιάνο. Και ξεκινήσαμε και οι δυο μαζί. Επειδή όμως πηγαίναμε εκεί πέρα και οι δυο μαζί και κυρίως ασχολούμασταν να καταβρέχουμε ο ένας τον άλλον, να κυνηγιόμαστε, 5 χρονών εγώ, 8 ο άλλος, είπε ‘δεν μπορώ και τους δυο είναι ανυπόφοροι, να συνεχίσει ο ένας’ και τυχαία συνέχισα εγώ"."Tο ξεκίνημά μου ήταν κλασικές σπουδές. Μέχρι 12-14 χρονών τραβιόμουνα σε ωδεία. Κάπου 14 περίπου άρχισα τα ιδιαίτερα, γιατί ήταν πολύ χάσιμο χρόνου από την Κυψέλη στην Πειραιώς, εδώ στο ωδείο, οπότε ή η δασκάλα ερχόταν σπίτι, ή εγώ πήγαινα σε μια δασκάλα κάπως και τ’ απλοποίησα... Σε μια ηλικία γύρω στα 14 περίπου, γράφω τα πρώτα μου κομματάκια τα οποία είναι σκέτα πιανιστικά, με πολύ έντονες επιρροές και λίγο από κλασσική και λίγο από τα αμερικάνικα της εποχής του ’50. Εγώ γεννημένος το ’43 έζησα πολύ έντονα την δεκαετία του ’50, δηλαδή, όλη την ιστορία των πάρτι και του rock'n'roll. Έτσι γύρω στο ’56-’57 έγραψα τα πρώτα μου πραγματάκια. Κυρίως έπαιζα κομμάτια άλλων, αλλά πέρναγα καθημερινά πολλές ώρες στην εξάσκηση. Ήταν η διασκέδασή μου. Άκουγα κάτι προσπαθούσα να το βρω, [και μετά], να το κάνω...”

“Στα 18 μου, αποφασίζουν από το σπίτι να σπουδάσω κάτι. Δίνω στο Πολυτεχνείο μια χρονιά δεν μπαίνω. Δίνω την δεύτερη χρονιά δεν μπαίνω. Μπαρκάρω στα πλοία γιατί μου άρεσε η περιπέτεια, για ένα δυο μήνες ως μούτσος -ούτε εκεί μου άρεσε- ξαναγυρίζω, και την τρίτη χρονιά επειδή είχα έναν θείο καθηγητή στο πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης, έβαλε ότι μπορούσε λυτούς και δεμένους, μου ’δωσαν όλα τα θέματα, έκαναν όλες τις κομπίνες που μπορούσαμε, και μπαίνω στην Αρχιτεκτονική. Εμένα με ενδιέφερε μέχρι τότε το μπιλιάρδο, οι γκόμενες και τα rock'n'roll. Μπαίνοντας στην Αρχιτεκτονική - μέτριος μαθητής -, αλλά επειδή αυτά που κάναμε στα φροντιστήρια δεν είχαν καμία σχέση με την ύλη του πολυτεχνείου, την πιάνω από την αρχή, δεν είχα και τίποτα άλλο να κάνω και είμαι σε καλή πορεία μέσα στην Αρχιτεκτονική. Στην Θεσσαλονίκη, λοιπόν, σε ένα μικρό διαμερισματάκι, δεν έχω πιάνο, αρχίζω να παίζω λίγο κιθάρα, [αντί του πιάνου] αλλά είχα ανάγκη να εκφραστώ. Βρίσκω στο τέλος [ένα πιάνο] στην ΧΑΝΘ στην Θεσσαλονίκη, και έπαιζα εκεί, επίσης πήγαινα για κάποιες ώρες στο Ντο-Ρε, απέναντι από τον πύργο, σε ένα κλασσικό καφέ και στο υπόγειό του είχε ένα πιανάκι και έπαιζα για εμένα γιατί ένιωθα την ανάγκη να παίζω. Εκεί αρχίζω και γράφω κάτι πρώτα τραγουδάκια. Ένα από αυτά υπάρχει στον πρώτο μου δίσκο "Το καλοκαίρι σαν θα’ ρθεί". Αυτό είναι γραμμένο τα χρόνια του πολυτεχνείου ’67-’68. Πριν τελειώσω στα μισά του 4ου προς 5ο χρόνο (γιατί 5 χρόνια είναι η σχολή), κάνω μεταγραφή και τελειώνω το Μετσόβειο (Αρχιτεκτονική)”.“Πάω για λίγο καιρό φαντάρος, (λέω για λίγο καιρό γιατί δεν μπορούσα τον στρατό), πήρα Ι5 πήγα καθάρισα με τον στρατό, είπα δεν το μπορώ αυτό το πράγμα, και έτσι έχοντας πια ελεύθερο χρόνο, δεν είχα τίποτα να κάνω, άρχισα να γράφω τα πρώτα μου τραγούδια, με δικούς μου στίχους, ή κάποιων φίλων –ούτε αυτοί ήταν επαγγελματίες ούτε εγώ. Κάποια στιγμή, λοιπόν, μια φίλη από την παρέα, μου λέει “Ξέρω τον Μπιθικώτση - θα στον φέρω μια μέρα εδώ” και τον οποίο λάτρευα. Λέω “Έλα ρε Μαριάννα”. Μου φέρνει τον Μπιθικώτση. Και [του] παίζω μερικά τραγουδάκια, και μου λέει [ο Μπιθικώτσης] “Ρε εσύ, εσύ είσαι ο καινούριος Ψηλός” (εννοώντας τον Θεοδωράκη) ...αυτά το 1969... Χούντα. “Τίποτα παρέα θα τα κάνουμε όλα” [μου έλεγε ο Μπιθικώτσης]”.

“Η δουλειά που πρότεινα και δύσκολα πείστηκε η Columbia να μου την κάνει, ήταν τα "Μικροαστικά" τα οποία "Μικροαστικά" επειδή ήταν αριστερά τραγούδια εντελώς, ενώ ήταν γραμμένα το 1971, το 1973 ένα μήνα πριν το Πολυτεχνείο, κυκλοφορεί ο δίσκος σε κόκκινο βινύλιο. Σε κόκκινο βγήκε. Εντελώς δηλαδή "μπαμ" μέσα στην χούντα. Κόψανε μερικά στην λογοκρισία αλλά και αυτά που βγήκανε ήταν αρκετά. Τα Χριστούγεννα που ακολούθησαν το Πολυτεχνείο, που ήταν παγωμάρα και νέκρα η Αθήνα, (δεν μπορεί να φανταστεί κανείς το κλίμα μετά τα γεγονότα μετά την κατάσταση με τους νεκρούς κ.α.) αυτός ο δίσκος πούλησε πάρα πολλά. Τα "Μικροαστικά" μου άνοιξαν έναν δρόμο, επειδή δεν το πίστευαν ότι μπορεί να πάει καλά, ώστε να μπορώ να προτείνω δουλειές που δεν τις καταλαβαίνανε αλλά λέγανε: ‘για να το λέει αυτός να το κάνει’. Και αυτό με βοήθησε σε όλη μου την [μετά] πορεία. Κάποια στιγμή επειδή οι στίχοι στο "Όσο αγαπιόμαστε τα δυο" ήταν δικοί μου κατάλαβα ότι μπορώ να γράψω στίχους στα τραγούδια μου απλά τεμπέλιαζα και τα έδινα σε άλλους. Και κάποια στιγμή το ’78 αποφασίζω ότι θα κάνω έναν δίσκο που θα γράψω και τα λόγια. Και έκανα τον "Φτωχό και μόνο καουμπόυ". Και πήγε πάρα πολύ καλά. Από εκεί και μετά ακολούθησαν άλλοι 5 συνολικά δίσκοι μέχρι το "Γιατί θα γίνω μαραγκός" που είναι στίχοι και μουσική δική μου, και τα λέω εγώ. Εντάξει, το ’83, έκανα και το Πάρτυ στην Βουλιαγμένη και έγινε χαμός... ήταν 2 χρόνια το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και ο κόσμος είχε μια ελπίδα, ήταν ξένοιαστος. Ήρθαν παρέες των 30 και 50 ατόμων, δεν ήταν απλά ζευγαράκια”.

“Επτανησιακά με country μια χαρά μπλέκουν,

εμβατήρια με Swing μια χαρά μπλέκουν κλπ. Έτσι λοιπόν στο αποτέλεσμα της δουλειάς μου είναι προς τα έξω εμφανείς οι επιρροές από τα ετερόκλητα ακούσματα με τα οποία μεγάλωσα. Δεν μεγάλωσα με ρεμπέτικα, δεν μεγάλωσα με δημοτικά, πιο πολύ το ελαφρό Ελληνικό κυριαρχεί στην δουλειά μου.”
“Έκανα πάντα του κεφαλιού μου. Αδιαφορώντας για τον κόσμο. Απόδειξη, ότι το 1975-’76 έκανα την "Media Luz" ήταν soundtrack μιας ταινίας noir, όταν όλη η Ελλάδα τραγουδούσε Θεοδωράκη και αντάρτικα. Δηλαδή, έλεγα αυτό θα κάνω και όσοι πιστοί προσέλθετε. Τα "Μικροαστικά" πάλι, όταν τα έβγαλα, όλη η Ελλάδα τραγουδούσε "Επιπόλαιο με λες" και κάτι τέτοια. Ήτανε χούντα και ήταν ο Κατσαρός, "Ο Σταμούλης ο λοχίας" κλπ. Στֹ’ αρχίδια μου. Εγώ είπα, τώρα αυτό θα κάνω. Το ίδιο έκανα και με τον "Καουμπόυ" και με τα άλλα... δεν με ενδιέφερε η μόδα. Δεν με ενδιέφερε η μόδα στο ντύσιμο, δεν με ενδιέφερε στα μαλλιά. Μου έλεγε ο κουρέας μου -χρόνια με έψηνε- ότι δεν είναι της μόδας τώρα τα μακριά μαλλιά, μετά από καιρό μου έλεγε τώρα ήρθανε τα μακριά μαλλιά, εγώ είχα μακριά μαλλιά. Το ίδιο και στο ντύσιμο. Το ίδιο και στα τραγούδια. Το έκανα για πάρτη μου. Που λέει και ο Μπόρχες κάπου, -ο μέγας Μπόρχες ο συγγραφέας-‘γράφω για μένα, για μερικούς φίλους μου, και για να απαλύνω την ροή του χρόνου’.
“Εγώ έγραφα τραγούδια για να περνάω καλά, και από εκεί και πέρα άμα περάσετε και εσείς καλά, (ήξερα ότι θα περάσουν καλά – για μερικά τραγούδια το ήξερα δηλαδή από χέρι-), αλλά ήταν κατ’ αρχήν να περνάω εγώ καλά. Να το γράφω στο κασετόφωνο εκεί, να τ’ ακούω μόνος μου να γελάω, να περνάω καλά και να λέω ‘ε ρε πούστηδες τώρα θα πάθετε την πλάκα σας’”
“Δεν είμαι κατά του να παίρνει ο κόσμος τσάμπα την μουσική, να μην παίρνω δηλαδή δικαιώματα. Εγώ γράφω για τον κόσμο. Δεν γράφω για τον Μάτσα, δεν γράφω για τον Λαμπρόπουλο. Καλά κάνουν και παθαίνουν αυτή τη ζημιά γιατί τον καιρό που το cd κόστιζε ας πούμε 1 ευρώ το πουλούσανε 17. Να τους τιμωρήσει ο Θεός. Ήμουν και υπέρ της πειρατείας της κασέτας κλπ. Η μουσική να φτάσει στον κόσμο. Αυτός είναι ο προορισμός της. Να φύγουν από τη μέση όλοι. Πώς θα ζήσω; Θα κάνω πέντε συναυλίες θα βγάλω χρήματα από εκεί. Δεν με ενδιαφέρει. Αρκεί να περνάνε τα τραγούδια στον κόσμο.”
“Δεν υπάρχει κάτι που να μην έχω εκφράσει. Μου έχουν κάνει αρκετές ερωτήσεις. Και να μην μου έχουν κάνει τις ερωτήσεις, έχω ήδη δώσει τις απαντήσεις, πριν τις ερωτήσεις”.“Το ’79 κάνω τον δίσκο "Ψυχραιμία παιδιά" και έχω μέσα και το "Δεν μας τρομάζουνε τα νέα μέτρα". Έχω έναν φίλο εξαιρετικό, ο οποίος έχει κάνει το εξώφυλλο, όπου έχει θέματα από τα τραγούδια που υπάρχουνε μέσα στον δίσκο. Για τα νέα μέτρα δες τί έχει εδώ... Νέα μέτρα... Πιο νέα μέτρα... Ακόμα πιο νέα μέτρα...”Δεν βλέπω Ελληνικές ταινίες... Η γενιά μου δεν έβλεπε Ελληνικές ταινίες. Η γενιά μου έβλεπε καουμπόικα και αστυνομικά. Τα αγόρια. Τα κορίτσια μπορεί να βλέπανε και ελληνικό σινεμά. Εμείς δεν έχουμε δει καθόλου ελληνικό σινεμά. Και δεν τα μπορώ στην τηλεόραση. Μου φαίνονται χοντροκομμένα και βλακώδη. Εκτός από τον Φωτόπουλο και κανέναν δυο που συμπαθώ, όλα τα άλλα δεν τα αντέχω”.

“Είμαι εναντίον της μελοποιημένης ποίησης... Ακόμα δηλαδή, δεν συμφωνώ με τον Θεοδωράκη που ασχολήθηκε τόσο πολύ με αυτό. Δεν κατάφερε π.χ. να περάσει τον Σεφέρη στον κόσμο, που τραγούδησε το "Περιγιάλι το κρυφό". Δηλαδή, ο Σεφέρης παραμένει άγνωστος. Θα μπορούσα να το κάνω σαν άσκηση, αλλά το να βάλεις χιούμορ επάνω σε ένα ήδη χιουμοριστικό κείμενο δεν προσθέτεις τίποτα. Είναι σαν τους ηθοποιούς που παίζουν εξαιρετικά κωμικά κείμενα, και κάνουνε κωμικά πάνω στα κωμικά. Δεν χρειάζεται. Ας πούμε έχω δουλέψει με τον Μποστ και έχω δει καλούς ηθοποιούς οι οποίοι πάνω σε αυτά τα κωμικά εξαιρετικά κείμενα του Μέντη, προσπαθούσαν να κάνουν και κάτι περισσότερο κωμικό, και ήτανε γελοίο. Όσοι παίξανε αυστηρά αυτά που έλεγε ο Μέντης ήτανε μια χαρά”.

“Ο Τύπος τότε το είχε χαρακτηρίσει Woodstock της Ελλάδας,

ενώ αποτέλεσε την αρχή για να βγουν οι συναυλίες από τα γήπεδα και τα θέατρα. Ήθελα να μεταφέρω το σκηνικό του ρωμαϊκού θεάτρου στην παραλία. Όπως ο Λυκαβηττός είναι ένα ημικύκλιο και στη μέση παίζει η ορχήστρα, έτσι και η παραλία της Βουλιαγμένης, είναι ημικυκλική, οπότε η σκηνή έπρεπε να στηθεί μέσα στη θάλασσα. Έτσι κι έγινε. Χρησιμοποιήθηκε μια φορτηγίδα από το λιμάνι, γύρω στα 20 μέτρα, το ρεύμα πέρασε με καλώδιο κάτω από τη θάλασσα και οι καλλιτέχνες έρχονταν από τον Ναυτικό Όμιλο με καραβάκια και αποβιβάζονταν στη σκηνή. Τυπώσαμε 25.000 εισιτήρια, τα οποία πουλήθηκαν όλα μέχρι την ημέρα του πάρτι. Στο χώρο δεν πουλήθηκε ούτε ένα εισιτήριο. Κάποιες εφημερίδες έγραψαν για 50.000 και άλλες για 100.000. Αυτό που ξέρω είναι ότι οι δρόμοι προς την παραλιακή είχαν φρακάρει από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός, γιατί η συναυλία μεταδιδόταν ζωντανά στο ραδιόφωνο από τον Γιάννη Πετρίδη και όλος οκόσμος άρχιζε να κατηφορίζει προς τα εκεί. Στο τέλος πηδούσαν από τους φράχτες”.“Ηθικά αισθάνομαι δικαιωμένος. Με δικαίωσε η μεγάλη συμμετοχή του κόσμου. Έπειτα, είδα το όνειρό μου να γίνεται πραγματικότητα. Ωστόσο δε θα το έκανα ξανά. Όπως δε θα ξαναέγραφα δεύτερη φορά το ίδιο τραγούδι. Αυτό της Βουλιαγμένης, είχε την ομορφιά του, που ήτανε μια κι έξω. Κι ήταν μία ιδέα που βγήκε φυσιολογικά από τη μέχρι τώρα δουλειά μου. Όποιος έχει ακούσει το “Πάμε μια βόλτα στη Βουλιαγμένη” και τα “Θερινά τα σινεμά” και το “πάρτυ” μπορεί να καταλάβει, να φανταστεί πως προήλθε αυτή η εκδήλωση. Στην καθημερινή ζωή ο κόσμος αισθάνεται όλο και περισσότερο την έλλειψη μιας μαγείας. Η Βουλιαγμένη υποσχόταν κάτι τέτοιο. Και έγινε. Έγινε χώρος για πλησίασμα, για επαφή και επικοινωνία. Λειτούργησε δηλαδή αυτό που λέμε: Ελάτε να μαζευτούμε να γίνουμε μία παρέα, χωρίς βεντετιλίκια και χωρίς υστεροβουλίες. Έτσι να περάσει η βραδιά”.

“Όπως δεν μου έχει τελειώσει η δεκαετία του ΄50, κάπως έτσι δεν μου έχουν τελειώσει και οι αμερικάνικοι ήχοι. Σε κάθε δουλειά μου υπάρχει η νοσταλγία, υπάρχει όμως και το σήμερα. Κουβαλάω τρεις-τέσσερις εμμονές που βγαίνουν στις συνθέσεις μου”.

“Προσέχω την αναλογία πλάκας και μελαγχολίας.

Είμαι και λίγο άσπρο-μαύρο. Δεν μ΄ αρέσουν τα γκρίζα τραγούδια. Χαρούμενα ή λυπημένα. Μ΄ αρέσει τα τραγούδια να λειτουργούν με το πρώτο άκουσμα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν σέβομαι τα πιο βραδυφλεγή που θα τ΄ ανακαλύψει κανείς μετά από λίγο καιρό. Τα τραγούδια που δεν σου φανερώνονται με το πρώτο έχουν και μακρά ζωή και ιδιαίτερο ενδιαφέρον”.
“Αυτό που κάθε φορά ψάχνω είναι η επικοινωνία με τον κόσμο. Δεν μ΄ ενδιαφέρει το "καθήστε να μ΄ ακούσετε". Το κίνητρο για μένα είναι η επαφή με τον κόσμο. Αισθάνομαι ένας απ΄ αυτούς που είναι κάτω από τη σκηνή. Ενας από την ομάδα που κάνει κάτι ­ ό,τι μπορεί ­ για το γλέντι όλων. Για να περάσουμε καλά. Μ΄ αρέσουν οι παρέες. Οχι ο καθένας μόνος του”.
“Τελειώνοντας μια δουλειά, είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος που τελείωσα, άλλοι κλαίνε. Όταν γίνει η τελευταία συνάντηση, εγώ την κάνω, φεύγω, και χάνομαι προς τη δύση όπως ο Λούκυ Λουκ που λέει ‘Είμαι ένας φτωχός και μόνος κάου-μπόυ’. Έχω τελειώσει την αποστολή μου, έχω βάλει τους Ντάλτον στα κελιά, και πάω για καινούργιες περιπέτειες”.
“Οι ανατολίτες λένε ‘Πλούσιος είναι αυτός που είναι ευχαριστημένος με όσα έχει  "
                                                                                             πηγή;http://www.cnn.gr

                                                                                πηγές:http://www.tralala.grhttp://www.lifo.grhttp://www.cnn.gr
                                                                                               
                                                                                           Wild and Gentle


            
      

1 σχόλιο: